- σύμμηρος
- -ον, ΜΑαυτός τού οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ-μηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμήρων — σύμμηρος with the thighs closed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek
συμμηρία — ἡ, Α [σύμμηρος] το σημείο όπου συναντώνται οι μηροί ή η σύσφιγξη τών μηρών … Dictionary of Greek
ξύμμηροι — σύμμηροι , σύμμηρος with the thighs closed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)